- νηττοφόνος
- νηττοφόνοςduck-killermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηττοφόνος — νηττοφόνος, ον, ὁ (Α) 1. νηττοκτόνος* 2. το αρσ. ως ουσ. είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήττα «πάπια» + φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο φόνος, νεβρο φόνος] … Dictionary of Greek
νηττοφόνον — νηττοφόνος duck killer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)